απονίβω

απονίβω
-ιψα, -ίφτηκα, -ιμμένος, τελειώνω το νίψιμο: Μια στιγμή να απονίψω το παιδί κι έρχομαι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απονίβω — βλ. απονίπτω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”